μετασαλεύω

μετασαλεύω
(ΑΜ μετασαλεύω)
μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι βίαια, απομακρύνω, διαταράσσω
νεοελλ.-μσν.
μετακινούμαι, μετατοπίζομαι
μσν.
1. μετακινούμαι διαρκώς, ταλαντεύομαι
2. κάνω κάποιον να μετακινείται διαρκώς, να περιπλανιέται
3. αναστατώνω, κάνω άνω-κάτω
4. μτφ. α) κλονίζω
β) θέτω σε κίνδυνο
γ) αναστατώνομαι, ταράζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετασάλεμα — το [μετασαλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασαλεύω, βίαιη μετακίνηση, ξαφνική αλλαγή θέσης, τίναγμα, τράνταγμα, κραδασμός …   Dictionary of Greek

  • αμετασάλευτος — η, ο (AM ἀμετασάλευτος, ον) [μετασαλεύω] αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετακινηθεί, ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”